- γλυκοκελαδίστρα
- η певунья (о женщине, девушке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκοκελαδίστρα — η (για γυναίκα) αυτή που τραγουδάει γλυκά, ευχάριστα … Dictionary of Greek
γλυκοκελαδούσα — και κελαϊδούσα, η (για γυναίκα ή πηγή) η γλυκοκελαδίστρα* … Dictionary of Greek